ὅντιν'

ὅντιν'
ὅντινα , ὅστις
that
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Οντίν — (στην αρχαία σαξονική Βόταν). θεότητα της σκανδιναβικής μυθολογίας, που λατρευόταν από όλους τους αρχαίους γερμανικούς λαούς. Κύριος του Ουρανού και της Γης και θεός της νίκης, θεωρούνταν εφευρέτης της ρουνικής γραφής και των τεχνών, νομοθέτης… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • ας — (πληθ. Άζεν, Asen). Περιληπτικό όνομα ομάδας γερμανικών θεοτήτων, με αρχηγό τον Οντίν, τον υπέρτατο θεό. Ο αριθμός τους ποικίλλει: 9, 12 ή 14. Κατά τη γερμανική μυθολογία, οι Άζεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν την εξουσία τους ύστερα από νικηφόρο …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… …   Dictionary of Greek

  • Βλαντί, Μαρίνα — (Marina Vlady, Γαλλία 1938 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Μαρίνα ντε Πολιάκοφ Μπαϊντάροφ. Ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο ως παιδί θαύμα και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ήταν ήδη μεγάλη σταρ. Γύρισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”